- ἐξικμάζει
- ἐξικμάζωsend forth moisturepres ind mp 2nd sgἐξικμάζωsend forth moisturepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξικμάζω — ἐξικμάζω (Α) 1. απορροφώ την υγρασία («ἡ θερμότης ἐξικμάζει τὸ ὑγρὸν ἐκ τοῡ γεώδους», Αριστοτ.) 2. αποβάλλω υγρασία 3. ξεραίνω, στεγνώνω («ἡ ἅλμη... ἐξικμάζουσα τὴν ὑγρότητα», Θεόφρ.) 4. (για σπέρμα) ξεραίνομαι και χάνω τη δύναμή μου 5. αναζητώ,… … Dictionary of Greek